électrochoc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
électrochoc | électrochocs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]électrochoc (fr) αρσενικό
- το ηλεκτροσόκ
ενικός | πληθυντικός |
électrochoc | électrochocs |
électrochoc (fr) αρσενικό