électrode

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
électrode électrodes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

électrode (fr) αρσενικό