épaisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épaisseur | épaisseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
épaisseur (fr) θηλυκό
- το πάχος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη épais
ενικός | πληθυντικός |
épaisseur | épaisseurs |
épaisseur (fr) θηλυκό