Μετάβαση στο περιεχόμενο

épaisseur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
épaisseur épaisseurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épaisseur (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη épais