étrillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
étrillage | étrillages |
étrillage (fr) αρσενικό
- το ξύστρισμα
ενικός | πληθυντικός |
étrillage | étrillages |
étrillage (fr) αρσενικό