étrille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
étrille étrilles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

étrille (fr) θηλυκό

  1. το ξυστρί
  2. ο πετροκάβουρας