être à la solde de quelqu'un

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις être, à, la, solde, de, quelqu' και un

Έκφραση[επεξεργασία]

être à la solde de quelqu'un (fr)