solde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
solde soldes

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solde (fr) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solde (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού
  2. εμπόρευμα που πωλείται με μειωμένη τιμή
  3. (κατ’ επέκταση) έκπτωση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]