solde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
solde | soldes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
solde (fr) θηλυκό
- ο μισθός των στρατιωτικών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
solde (fr) αρσενικό
- (οικονομία) το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού
- εμπόρευμα που πωλείται με μειωμένη τιμή
- (κατ’ επέκταση) έκπτωση