öğrenci

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

öğrenci < öğrenmek (μαθαίνω) + -ci

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

öğrenci (tr)

  1. ο μαθητής
  2. η μαθήτρια

Κλίση[επεξεργασία]