μαθήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαθήτρια < (ελληνιστική κοινή) μαθήτρια, θηλυκό του μαθητής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈθi.tɾi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαθήτρια θηλυκό
- αυτή που φοιτά σε σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
- αυτή που παρακολούθησε τη διδασκαλία ενός σημαντικού δασκάλου και συνεχίζει το έργο του