örümcek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

örümcek < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰇𐰼𐰇𐰢𐰲𐰚 (örümçek, μικρός πλέκτης)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /œɾymˈd͡ʒɛc/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

örümcek (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. örümcek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν