żelazko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

żelazko < υποκοριστικό του żelazo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

żelazko (pl) ουδέτερο