Ίστρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ίστρος αρσενικό

  1. ελληνική ονομασία του κάτω ρου του Δούναβη κατά την αρχαιότητα αλλά και στους κατοπινούς χρόνους, όταν αυτός υπήρξε το όριο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
  2. πόλη που υπήρξε αποικία των Μιλησίων στις εκβολές του Δούναβη, λίγο βοριότερα από τη σημερινή Κωνστάντζα (Αναφέρεται ως Ιστρόπολις στους βυζαντινούς χρόνους αλλά και σε χάρτες του 1900, όταν πια εκεί υπήρχαν μόνον ερείπια. Επίσης Ίστριη και Ίστρια)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]