Αποκρημνιώτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αποκρημνιώτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Αποκρημνιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αποκρημνιώτου θηλυκό άκλιτο