Ασπροκκλησιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ασπροκκλησιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Ασπροκκλησιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ασπροκκλησιώτη θηλυκό άκλιτο