Ατταλιώτη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ατταλιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Ατταλιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ατταλιώτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ατταλιώτης