Αυστραλών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αυστραλών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Αυστραλών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Αυστραλός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Αυστραλή