Βάκκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βάκκου < γενική ενικού του αρσενικού Βάκκος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βάκκου θηλυκό (αρσενικό Βάκκος)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Κύπρος, Πίνακες Διοριστέων Ιούνιος 2023, ανακτήθηκε 18/11/2023 [1]