Βάστο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βάστο < ιταλική Vasto < αρχαία ελληνική Ἱστόνιον < (λατινική γραφή: Histonium)
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Βάστο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βάστο
|
|