Βελιγραδιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βελιγραδιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Βελιγραδιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βελιγραδιώτη θηλυκό άκλιτο
Βελιγραδιώτη θηλυκό άκλιτο