Βυζαντινών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βυζαντινών, Βυζαντινῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Βυζαντινών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Βυζαντινός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Βυζαντινή