ΓΕΝ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΓΕΝ < : Γενικό Επιτελείο Ναυτικού
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Γ.Ε.Ν. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- η ανώτατη ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού