Γεννητσιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γεννητσιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Γεννητσιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γεννητσιώτη θηλυκό άκλιτο
Γεννητσιώτη θηλυκό άκλιτο