Γενοβέζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γενοβέζος < Γένοβ(α) + -έζος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γενοβέζος αρσενικό (θηλυκό Γενοβέζου)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]
  • Κατάλογος επωνύμων των Κυπρίων πολιτών, 31/12/1899 - 19/06/2016, Εθνική Διαδικτυακή Πύλη Ανοικτών Δεδομένων, Κυπριακή Δημοκρατία, CC-BY-4.0, ανακτήθηκε 6/10/2023 [1]