Γεροχρίστου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γεροχρίστου < γενική ενικού του αρσενικού Γεροχρίστος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γεροχρίστου θηλυκό (αρσενικό Γεροχρίστος)