Γκιννή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκιννή < γενική ενικού του αρσενικού Γκιννής
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκιννή θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης : Γκίνη |
Γκιννή θηλυκό, άκλιτο