Γλωσσιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γλωσσιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Γλωσσιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γλωσσιώτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γλωσσιώτης