Δαυιδίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δαυιδίδη < γενική ενικού του αρσενικού Δαυιδίδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δαυιδίδη θηλυκό άκλιτο
Δαυιδίδη θηλυκό άκλιτο