vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αλλαγή ξεν με τ |
|||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{-επιθ-|fr}} |
{{-επιθ-|fr}} |
||
{{fr-κλίσ-Minv-Fman|vieille}} |
{{fr-κλίσ-Minv-Fman|vieille}} |
||
{{ |
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}} |
||
# [[γέρος]], [[γέρικος]] |
# [[γέρος]], [[γέρικος]] |
||
#: ''Un '''vieux''' loup. Ένας γέρικος λύκος. |
#: ''Un '''vieux''' loup. Ένας γέρικος λύκος. |
||
{{-ουσ-|fr}} |
{{-ουσ-|fr}} |
||
{{ |
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}} {{ακλ}} |
||
# ''Un '''vieux''', une '''vieille'''. - Ένας '''γέρος, μια '''γριά'''.'' |
# ''Un '''vieux''', une '''vieille'''. - Ένας '''γέρος, μια '''γριά'''.'' |
||
# [[παλιός]] |
# [[παλιός]] |
Αναθεώρηση της 21:32, 22 Φεβρουαρίου 2009
vieux (fr) αρσενικό
Πρότυπο:-ουσ- vieux (fr) αρσενικό άκλιτο
- Un vieux, une vieille. - Ένας γέρος, μια γριά.
- παλιός
- Un vieil ami. - Ένας παλιός φίλος.