vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: es:vieux |
μ Μετονομασία προτύπου σε =fr= |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=fr=}} |
|||
==Γαλλικά== |
|||
vieux (πριν απο σύμφωνο) |
vieux (πριν απο σύμφωνο) |
Αναθεώρηση της 22:31, 6 Νοεμβρίου 2006
vieux (πριν απο σύμφωνο) vieil (πριν απο φωνήεν) vieille (στο θηλυκό)
Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.
Un vieux, une vieille. Ένας γέρος, μια γριά.
Un vieil ami. Ένας παλιός φίλος.