γυναικείος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ PAGENAME στις ετυμολογίες (5)
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 60: Γραμμή 60:


[[en:γυναικείος]]
[[en:γυναικείος]]
[[hr:γυναικείος]]
[[pl:γυναικείος]]
[[pl:γυναικείος]]

Αναθεώρηση της 16:21, 2 Οκτωβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γυναικείος < γυναίκα

Επίθετο

γυναικείος αρσενικό, γυναικεία θηλυκό, γυναικείο ουδέτερο

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στη γυναίκα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «γυναικειοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'γυναικείοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'γυναικείος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «γυναικειοσ».