βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:βρόχος]] |
[[en:βρόχος]] |
Αναθεώρηση της 03:03, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρόχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βρόχος αρσενικό
- κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι .
- Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
- Πρότυπο:πληροφ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά μέχρι να ικανοποιηθεί μια συνθήκη