βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|βροχοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:βρόχος]]
[[en:βρόχος]]

Αναθεώρηση της 03:03, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

βρόχος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βρόχος αρσενικό

  1. κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι .
    Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
  2. Πρότυπο:πληροφ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά μέχρι να ικανοποιηθεί μια συνθήκη

Μεταφράσεις