αξιόπιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|αξιοπιστοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:αξιόπιστος]]
[[en:αξιόπιστος]]

Αναθεώρηση της 22:56, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αξιόπιστος < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος < ἄξιος + πίστις

Επίθετο

αξιόπιστος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα ή μαρτυρίες) που αξίζει την εμπιστοσύνη μας
  2. (για μηχανήματα) που δεν παρουσιάζει συχνές και απρόβλεπτες βλάβες


Μεταφράσεις