droitiser: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fr:droitiser, ko:droitiser
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
* [[droitiser]]
* [[droitiser]]


[[en:droitiser]]
[[fr:droitiser]]
[[fr:droitiser]]
[[ko:droitiser]]
[[ko:droitiser]]

Αναθεώρηση της 16:39, 30 Μαΐου 2013

Γαλλικά (fr)

Ρήμα

droitiser (fr) θηλυκό

  1. Πρότυπο:πολιτ κλίση προς τις απόψεις της δεξιάς
    on voit le débat politique se droitiser - βλέπει κανείς την πολιτική επιχειρηματολογία να κλίνει προς τα δεξιά

Συγγενικά