υπερφουσκώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ρήματος υπερφουσκώνω → {{παθ|υπερφουσκώνω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''', παθητική φωνή του ρήματος [[υπερφουσκώνω]]
:'''{{PAGENAME}}''', {{παθ|υπερφουσκώνω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:52, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερφουσκώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υπερφουσκώνω

Ρήμα

υπερφουσκώνομαι

  1. φουσκώνομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Κλίση