εβονίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη hu |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
[[en:εβονίτης]] |
[[en:εβονίτης]] |
||
[[hu:εβονίτης]] |
|||
[[ru:εβονίτης]] |
[[ru:εβονίτης]] |
Αναθεώρηση της 13:14, 16 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
εβονίτης αρσενικό
- μονωτικό υλικό μαύρου χρώματος και μεγάλης σκληρότητας που παράγεται από κατεργασία του καουτσούκ με θείο (βουλκανισμό)