εβονίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εβονίτης | οι | εβονίτες |
γενική | του | εβονίτη | των | εβονιτών |
αιτιατική | τον | εβονίτη | τους | εβονίτες |
κλητική | εβονίτη | εβονίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εβονίτης < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική ebonite [1] ή γαλλική ébonite < ebony < με απώτερη αρχή την αρχαία ελληνική ἔβενος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εβονίτης αρσενικό
- (χημεία) μονωτικό υλικό μαύρου χρώματος και μεγάλης σκληρότητας που παράγεται από κατεργασία του καουτσούκ με θείο (βουλκανισμό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εβονίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)