ebony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ebony < (κληρονομημένο) μέση αγγλική ebenif < με απώτερη αρχή τη λατινική hebenus < αρχαία ελληνική ἔβενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ebony (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
ebony (en)
- εβένινος, καμωμένος από έβενο
- εβένινος, που έχει το χρώμα του εβένου
- (μεταφορικά) τα μαύρα πλήκτρα του πιάνου