ακριβολογώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:ακριβολογώ]] |
Αναθεώρηση της 18:58, 28 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακριβολογώ < αρχαία ελληνική ἀκριβολογέομαι-ἀκριβολογοῦμαι
Ρήμα
ακριβολογώ
- μιλώ με σαφήνεια, αναλυτικά, δεν αφήνω περιθώριο να παρερμηνευθούν τα λεγόμενά μου με αοριστολογίες, δεν λέω τίποτα λιγότερο και τίποτα παραπάνω από αυτό που πρέπει για να γίνει ξεκάθαρο το νόημα, κυριολεκτώ
- Τα χάσατε,ε; Νομίζετε ότι τα παραλέω. Εγώ όμως ακριβολογώ -όπως σας τα' πα γίνανε τα πράματα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακριβολογώ | ακριβολογούσα | θα ακριβολογώ | να ακριβολογώ | ακριβολογώντας | |
β' ενικ. | ακριβολογείς | ακριβολογούσες | θα ακριβολογείς | να ακριβολογείς | (ακριβολόγει) | |
γ' ενικ. | ακριβολογεί | ακριβολογούσε | θα ακριβολογεί | να ακριβολογεί | ||
α' πληθ. | ακριβολογούμε | ακριβολογούσαμε | θα ακριβολογούμε | να ακριβολογούμε | ||
β' πληθ. | ακριβολογείτε | ακριβολογούσατε | θα ακριβολογείτε | να ακριβολογείτε | ακριβολογείτε | |
γ' πληθ. | ακριβολογούν(ε) | ακριβολογούσαν(ε) | θα ακριβολογούν(ε) | να ακριβολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακριβολόγησα | θα ακριβολογήσω | να ακριβολογήσω | ακριβολογήσει | ||
β' ενικ. | ακριβολόγησες | θα ακριβολογήσεις | να ακριβολογήσεις | ακριβολόγησε | ||
γ' ενικ. | ακριβολόγησε | θα ακριβολογήσει | να ακριβολογήσει | |||
α' πληθ. | ακριβολογήσαμε | θα ακριβολογήσουμε | να ακριβολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ακριβολογήσατε | θα ακριβολογήσετε | να ακριβολογήσετε | ακριβολογήστε | ||
γ' πληθ. | ακριβολόγησαν ακριβολογήσαν(ε) |
θα ακριβολογήσουν(ε) | να ακριβολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακριβολογήσει | είχα ακριβολογήσει | θα έχω ακριβολογήσει | να έχω ακριβολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακριβολογήσει | είχες ακριβολογήσει | θα έχεις ακριβολογήσει | να έχεις ακριβολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακριβολογήσει | είχε ακριβολογήσει | θα έχει ακριβολογήσει | να έχει ακριβολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακριβολογήσει | είχαμε ακριβολογήσει | θα έχουμε ακριβολογήσει | να έχουμε ακριβολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακριβολογήσει | είχατε ακριβολογήσει | θα έχετε ακριβολογήσει | να έχετε ακριβολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακριβολογήσει | είχαν ακριβολογήσει | θα έχουν ακριβολογήσει | να έχουν ακριβολογήσει |
|
Μεταφράσεις
ακριβολογώ
|