εβονίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr}} [[ébonite]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr}} [[ébonite]]
34ρυχνω κατι κατω


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 15:25, 12 Μαρτίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εβονίτης < γαλλική ébonite

34ρυχνω κατι κατω

Ουσιαστικό

εβονίτης αρσενικό

  1. μονωτικό υλικό μαύρου χρώματος και μεγάλης σκληρότητας που παράγεται από κατεργασία του καουτσούκ με θείο (βουλκανισμό)

Μεταφράσεις