άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ Ανάκληση των αλλαγών 62.1.242.94 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Sofianagn)
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
# αρχ. επιθ. άβυσσος, -ον
* {{προσχέδιο-ετυμ}}
* {{προσχέδιο-ετυμ}}
{{-ουσ-}}
{{-ουσ-}}

Αναθεώρηση της 07:14, 30 Σεπτεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

Πρότυπο:-ουσ- άβυσσος θηλυκό

  1. μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
  2. βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
  3. απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
  4. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς


Πρότυπο:-μτφ-