Ησύχιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ησύχιος < ησυχία + -ιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ησύχιος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]