Θεοξένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεοξένιος < θεός + ξένιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεοξένιος αρσενικό

  1. προσωνυμία του θεού Απόλλωνα
  2. ένας από τους μήνες στο ημερολόγιο των Δελφών, όπου τελούνταν ομώνυμες εορτές, τα Θεοξένια
  3. προσωνυμία του θεού Ερμή