Θρόνου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Θρόνου < γενική ενικού του αρσενικού Θρόνος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Θρόνου θηλυκό (αρσενικό Θρόνος)
Θρόνου θηλυκό (αρσενικό Θρόνος)