ΚΕΠ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Κ.Ε.Π.. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- δημόσια υπηρεσία εξυπηρέτησης πολιτών σε συναλλαγές τους με το δημόσιο
- Θα πάω στο ΚΕΠ για να πάρω ένα πιστοποιητικό γέννησης.
- (αεροπορικός όρος) υποδομή ελέγχου των αεροσκαφών που πετούν σε συγκεκριμένο υψόμετρο