Καινουργιώτη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καινουργιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Καινουργιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καινουργιώτη θηλυκό άκλιτο
Καινουργιώτη θηλυκό άκλιτο