Καπότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καπότα < γενική ενικού του αρσενικού Καπότας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καπότα θηλυκό (αρσενικό Καπότας)
Καπότα θηλυκό (αρσενικό Καπότας)