Καράλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καράλη < γενική ενικού του αρσενικού Καράλης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καράλη θηλυκό (αρσενικό Καράλης)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]