Καρχηδονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καρχηδονίζω < Καρχηδών + -ίζω

Καρχηδονίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]