Κατσαμπρόκος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κατσαμπρόκος < παρωνύμιο κατσαμπρόκος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κατσαμπρόκος αρσενικό (θηλυκό Κατσαμπρόκου)
![]() |
Κατσαμπρόκος αρσενικό (θηλυκό Κατσαμπρόκου)