Κοσταρικανών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοσταρικανών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Κοσταρικανών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Κοσταρικανός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Κοσταρικανή